Μέτρα δέουσας επιμέλειας για κάθε μη τακτικά επαναλαμβανόμενη μεταφορά χρηματικού ποσού άνω των 1.000 ευρώ, ακόμη κι αν γίνεται μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών του ιδίου προσώπου, οφείλουν να λαμβάνουν οι τράπεζες και τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή. Με τον ίδιο νόμο προβλέπεται εξάλλου ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας θα πρέπει να λαμβάνονται και σε κάθε συναλλαγή άνω των 2.000 ευρώ με εταιρεία διενέργειας διαδικτυακού στοιχήματος ή άλλων τυχερών παιγνίων.

Τα μέτρα της συνήθους δέουσας επιμέλειας που οφείλουν να εφαρμόζουν οι τράπεζες και τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα ως προς τους πελάτες τους περιλαμβάνουν:

α) Την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές.

β) Την πιστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, την επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων για την επαλήθευση αυτών, ώστε να διασφαλίζεται ότι το υπόχρεο πρόσωπο γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο.

γ) Την αξιολόγηση και ανάλογα με την περίπτωση τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης.

δ) Την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν τα υπόχρεα πρόσωπα σχετικά με τον πελάτη, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του, καθώς και, εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων, σύμφωνα με κριτήρια που δύνανται να ορίζουν οι αρμόδιες αρχές.

Το ισχύον μέχρι πρότινος νομοθετικό πλαίσιο (άρθρο 12 του ν. 3691/2008) προέβλεπε ότι οι τράπεζες οφείλουν να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας σε περιπτώσεις περιστασιακών συναλλαγών που ανέρχονται σε ποσό τουλάχιστον 15.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Με το άρθρο 12 του νέου νόμου προστίθεται στις περιπτώσεις συναλλαγών στις οποίες πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα δέουσας επιμέλειας από τις τράπεζες και κάθε περιστασιακή συναλλαγή που συνίσταται στη μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ.

Επιπλέον, με το άρθρο 12 του νομοσχεδίου στις περιπτώσεις εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας εντάσσονται και οι συναλλαγές εμπόρων αγαθών που υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ σε μετρητά, καθώς και οι συναλλαγές των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ και διενεργούνται είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την είσπραξη των κερδών.

Ο νέος νόμος, ο οποίος ψηφίσθηκε την περασμένη εβδομάδα από τη Βουλή, ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

Οι πιο σημαντικές αλλαγές
Πολλές διατάξεις του καινούργιου νόμου δεν διαφέρουν από αυτές που ίσχυαν με τον προηγούμενο νόμο, 3691/2008. Ωστόσο, στο νέο αυτό νομοθέτημα περιλαμβάνονται αρκετές σημαντικές αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο αντιμετώπισης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Ειδικότερα:

1 Με το άρθρο 12 του ψηφισθέντος νόμου, διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων για την ενεργοποίηση μέτρων δέουσας επιμέλειας από τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα που υποχρεούνται να παρακολουθούν, να ελέγχουν και να αναφέρουν στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες περιπτώσεις συναλλαγών υπόπτων για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις στις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα (τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας κ.λπ.) οφείλουν να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη προστίθενται:

α) κάθε περιστασιακή συναλλαγή που συνίσταται σε μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ. Ως «μεταφορά χρηματικών ποσών» νοείται οποιαδήποτε συναλλαγή εκτελείται τουλάχιστον εν μέρει ηλεκτρονικά για λογαριασμό ενός πληρωτή μέσω ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ασχέτως εάν πληρωτής και δικαιούχος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο και ασχέτως εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και αυτός του δικαιούχου είναι ο ίδιος. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και κάθε μεταφορά που πραγματοποιείται μέσω κάρτας πληρωμής, εργαλείου ηλεκτρονικού χρήματος, κινητού τηλεφώνου ή κάθε άλλης ψηφιακής ή πληροφορικής τεχνολογίας συσκευής εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων πληρωμής με παρόμοια χαρακτηριστικά.

β) οι συναλλαγές των εμπόρων αγαθών που υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ σε μετρητά, και

γ) οι συναλλαγές των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ και διενεργούνται είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την είσπραξη των κερδών.

2 Με τις διατάξεις του άρθρου 48 του ψηφισθέντος νόμου προβλέπεται ότι ο επικεφαλής της μίας από τις τρεις αυτοτελείς Μονάδες της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ο πρόεδρος της Μονάδας Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών, θα μπορεί «σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» να «διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, προκειμένου να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών».

Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο πρόεδρος της Μονάδας Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών θα προχωρεί στην άρση της προσωρινής δέσμευσης ή στην αναστολή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή θα αίρεται αυτοδικαίως.

Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των αδικημάτων που συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ο πρόεδρος θα διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων. Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας η Μονάδα θα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί η έρευνα ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.

3 Με το άρθρο 54 του ψηφισθέντος νόμου προβλέπεται ότι οι ανώνυμες μετοχές εταιρειών μη εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ή Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης, καθώς και τα δικαιώματα αγοράς αυτών θα μεταβιβάζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας.

4 Με το άρθρο 3 του νομοσχεδίου, προστίθεται στα βασικά αδικήματα που νοούνται ως «εγκληματικές δραστηριότητες» συνδεόμενες με «ξέπλυμα χρήματος» και η «εμπορία επιρροής» καθώς και «η δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα».

Σύμφωνα εξάλλου με τις βασικές διατάξεις του νομοσχεδίου:

5 Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι ακόλουθες πράξεις:

α) Η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.

β) Η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή στην κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

γ) Η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.

ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α΄ έως δ΄ και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.

στ) Η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη μίας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄.

6 Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

Ποιες πράξεις συνιστούν ξέπλυμα χρήματος

  • Η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες.
  • Η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες.
  • Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.
  • Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραπάνω πράξεις.
  • Η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη μίας ή περισσοτέρων από τις παραπάνω πράξεις.